- ἡγεμονίδης
- ἡγεμον-ίδης, ου,.ὁ,A = ἡγεμών, LXX 2 Ma. 13.24.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηγεμονίδης — ο (Α ἡγεμονίδης) νεοελλ. γιος ηγεμόνα ή βασιλιά αρχ. ηγεμόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών ( όνος) + κατάλ. ίδης (πρβλ. ευφρον ίδης, κηφην ίδης)] … Dictionary of Greek
ἡγεμονίδην — ἡγεμονίδης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγεμονίδα — ἡγεμονίδᾱ , ἡγεμονίδης masc nom/voc/acc dual ἡγεμονίδης masc voc sg ἡγεμονίδᾱ , ἡγεμονίδης masc gen sg (doric aeolic) ἡγεμονίδης masc nom sg (epic) ἡγεμονίς imperial fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγεμονίδας — ἡγεμονίδᾱς , ἡγεμονίδης masc acc pl ἡγεμονίδᾱς , ἡγεμονίδης masc nom sg (epic doric aeolic) ἡγεμονίς imperial fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίδης — κατάλ. αρσ. πατρωνυμικών όν., η οποία σχηματίζεται από το πρόσφυμα ιδ και τη δηλωτική αρσ. ονομάτων κατάλ. ης (το ι τού ιδ προέρχεται πιθ. από θέματα ουσ. σε ι , ενώ το δ αποτελεί παρέκταση). Αρχικά η κατάλ. δήλωνε τον γιο (πρβλ. Αγαμεμνον ίδης… … Dictionary of Greek
ՀԵԳԵՄՈՆ — ( ) NBH 2 0079 Chronological Sequence: Early classical գ. ՀԵԳԵՄՈՆ կամ ՀԵԳԵՄՈՆԻԴԷՍ. որ եւ ՀՈԳԵՄՈՆ. Բառ յն. իղէմօն, սեռ. իղէմօնի՛տիս. ἠγεμών սեռ. ἠγεμονίδης dux, princeps, rector, praeses. Առաջնորդ. վերակացու. *Եթող անդ սպարապետ ʼի վերայ աշխարհին… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)